estropajo - ορισμός. Τι είναι το estropajo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι estropajo - ορισμός


estropajo         
sust. masc.
1) Botánica. Planta cucurbitácea, cuyo fruto desecado se usa como cepillo de aseo para fricciones.
2) Porción de esparto machacado que sirve para fregar.
3) Por extensión, porción de cualquier otra materia como plástico, alambre, nylon, etc, que sirve para fregar.
estropajo         
estropajo (¿de "estopa"?)
1 m. Porción de esparto machacado, que se emplea para *fregar. Porción de otros materiales, por ejemplo plástico o aluminio, que se usa para el mismo fin. Esparto, fregador, fregajo. Zacate.
2 *Planta cucurbitácea, cuyo fruto desecado se emplea como *esponja.
3 (Chi., Cuba, R. Dom.) Paño de cocina.
Estropajo de aluminio. El de este material. Suele utilizarse esta denominación para distinguirlo de los que se fabrican con otros materiales, a los que se llama, simplemente, "estropajo".
V. "lengua de estropajo".
estropajo         
Sinónimos
adjetivo
sustantivo
2) fregado: fregado, bayeta

Βικιπαίδεια

Estropajo
El término estropajo puede hacer referencia a:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για estropajo
1. Y al que más de uno le lavaría la lengua con estropajo.
2. Es oscura, con un ventanuco donde se apilan el champú, el gel, el estropajo y el jabón de los platos.
Τι είναι estropajo - ορισμός